- Λητοῖ
- Λητώoffem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λητόι — Λητόϊ , Λητώ of fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NIOBE — I. NIOBE Laconicae fons, Plin. l. 4. c. 5. II. NIOBE filia Phoronei, mater Argi et Pelasgi. Item filia Tantali, soror Pelopis, uxor autem Amphionis, Regis Thebanorum, quae cum viro suo sex filios, totidemque filias peperisset, animô elata,… … Hofmann J. Lexicon universale
PHOLEGANDRUS — in sula una Sporadum. Philocandrus, Ptolem. et Hesychio. Phlegandrus est Punice Phelec gundari, h. e. tractus lapidosus. Recte Bochartum, l. 1. Chandan, c. 14. sic coniectâsse, doceant haec Strabonis, l. 10. quae inde descripsit Stephanus:… … Hofmann J. Lexicon universale
ακαλανθίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της μακεδονικής Ημαθίας, Πιερία. Αυτή και οι οκτώ άλλες αδελφές της μεταμορφώθηκαν σε κίσσες, επειδή καυχήθηκαν πως τραγουδούσαν καλύτερα από τις εννέα Μούσες. * * * ἀκαλανθίς ( ίδος), η (Α) 1. αρχαία ελλην.… … Dictionary of Greek
πρόσπολος — ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος 2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.) 3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος 4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» συνεργός φόνου β) «Βάκχου πρόσπολοι» οι Βάκχες, οι Βακχίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Μίλητοι — Μί̱λητοι , Μίλητος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομίλητοι — ἀνομί̱λητοι , ἀνομίλητος having no communion with others masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)